- οδοντορραγία
- ηαιμορραγία που προκαλείται από την εξαγωγή δοντιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontorragie < ὀδούς, ὀδόντος + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγννμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδοντορραγικός — ή, ό [οδοντορρανία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντορραγία … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek